- μπουφάν
- τοκοντό ώς τη μέση επανωφόρι από χοντρό, συνθετικό ιδίως, ύφασμα ή από δέρμα, που κλείνει συνήθως με φερμουάρ.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bouffant, μτχ. τού ρ. bouffer «φυσώ, φουσκώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
Μαύροι Πάνθηρες — (Black Panther Party). Επαναστατικό κίνημα, η πλήρης ονομασία του οποίου είναι Μαύροι Πάνθηρες για την Αυτοάμυνα (Black Panther Party For Self defense). Το κίνημα ιδρύθηκε το 1966 στο Όκλαντ των ΗΠΑ από τον Χιούι Νιούτον και τον Μπόμπι Σίαλ. Ο… … Dictionary of Greek